μοναρχία

μοναρχία
μοναρχ-ία, [dialect] Ion. [full] μουναρχίη, ,
A monarchy, government by a single ruler, Alc.Oxy. 1789 Fr.12, A.Th.883 (lyr., pl.), Hdt.3.82;

λαβὼν χώρας παντελῆ μ. S.Ant.1163

, etc.; καὶ γὰρ κατέστησ' αὐτὸν (sc. τὸν δῆμον)

εἰς μοναρχίαν E.Supp.352

;

ὦ μισόδημε καὶ μοναρχίας ἐραστά Ar.V.474

; including βασιλική and τυραννική, Pl.Plt.291e: in pl.,

οἱ ἐν ταῖς μ. ὄντες Isoc.2.5

, cf. Arist.Pol.1311a24, 1279a33, Rh.1365b37; of the Roman Dictator, Plu.Caes.37; supreme command, of a general, X.An.6.1.31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μοναρχία — μοναρχίᾱ , μοναρχία monarchy fem nom/voc/acc dual μοναρχίᾱ , μοναρχία monarchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …   Dictionary of Greek

  • μοναρχία — η 1. η εξουσία που ασκείται από το μονάρχη: Κληρονόμησε τη μοναρχία χωρίς να είναι ο νόμιμος διάδοχος. 2. το πολίτευμα που έχει ανώτατο άρχοντα μονάρχη: Σε αρκετές χώρες υπάρχουν ακόμα μοναρχίες. 3. το κράτος το πολίτευμα του οποίου είναι η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναρχίᾳ — μοναρχίαι , μοναρχία monarchy fem nom/voc pl μοναρχίᾱͅ , μοναρχία monarchy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …   Dictionary of Greek

  • μοναρχίας — μοναρχίᾱς , μοναρχία monarchy fem acc pl μοναρχίᾱς , μοναρχία monarchy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχίαι — μοναρχία monarchy fem nom/voc pl μοναρχίᾱͅ , μοναρχία monarchy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχίαν — μοναρχίᾱν , μοναρχία monarchy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МОНАРХИЯ —    • Μοναρχία,          см. Πολιτεία, Правления формы, 2 сл …   Реальный словарь классических древностей

  • μοναρχιῶν — μοναρχία monarchy fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχίαις — μοναρχία monarchy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”